- δύσαυλος
- (I)δύσαυλος, -ον (Α)ο ακατάλληλος για καταυλισμό, για εγκατάσταση.————————(II)δύσαυλος, -ον (Α)φρ. «δύσαυλος ἔρις» — δυσάρεστος ανταγωνισμός με αυλούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσαυλος — bad for lodging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσαυλον — δύσαυλος bad for lodging masc/fem acc sg δύσαυλος bad for lodging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαύλου — δύσαυλος bad for lodging masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαύλων — δύσαυλος bad for lodging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek